- στάντα
- ἵστημιmake to standaor part act neut nom/voc/acc plἵστημιmake to standaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στάνθ' — στάντα , ἵστημι make to stand aor part act neut nom/voc/acc pl στάντα , ἵστημι make to stand aor part act masc acc sg στάντι , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut dat sg στάντε , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στάντ' — στάντα , ἵστημι make to stand aor part act neut nom/voc/acc pl στάντα , ἵστημι make to stand aor part act masc acc sg στάντι , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut dat sg στάντε , ἵστημι make to stand aor part act masc/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταϊρόνα — οι, Ν λαός Ινδιάνων τής προκολομβιανής Αμερικής, που έδωσε το όνομά του σε έναν από τους λαμπρότερους πολιτισμούς τού Νέου Κόσμου, ο οποίος αναπτύχθηκε στο βορειοανατολικό άκρο της Κολομβίας, στην οροσειρά Σιέρα Νεβάδα δε Στάντα Μάρτα … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek